6/θ Δημ. Σχολείο Βρυσών Αποκορώνου Χανίων Παραμύθια

Κεντρική σελίδα
Φωτογραφίες μαθητών
Παραμύθια
Ασκήσεις

 

                                                       Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ    

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Σταχτοπούτα. Η Σταχτοπούτα  ζούσε μαζί με τη μητριά της και τις δύο κόρες της μητριάς, οι οποίες την είχαν σαν υπηρέτρια και την έβαζαν να κοιμάται κοντά στο τζάκι. Από εκεί πήρε  και το όνομά της!

          Η Σταχτοπούτα ήταν ένα πολύ όμορφο και φτωχό κορίτσι, με καλή καρδιά! Μια μέρα ήρθε γράμμα από το βασιλιά, που έλεγε όλες οι κοπέλες να πάνε στο χορό που θα διοργάνωνε. Η Σταχτοπούτα δεν είχε ρούχα να φορέσει. Η μητριά με τις δύο κόρες της έφυγαν για το παλάτι. Η Σταχτοπούτα άρχισε να κλαίει. Τότε εμφανίστηκε η μικρή νεράιδα, που τη βοήθησε για να πάει στο χορό.

          Όταν πήγε στο παλάτι, το βασιλόπουλο την πήρε και χόρεψαν! Έφτασε 12 η ώρα και η Σταχτοπούτα έπρεπε να φύγει πριν λυθούν τα μάγια. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά τής έφυγε το γοβάκι.

          Την επόμενη μέρα το βασιλόπουλο πήγε σε όλα τα σπίτια και δοκίμασε το γοβάκι στις κοπέλες για να δει σε ποια ανήκει. Έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Η μητριά έκρυψε τη Σταχτοπούτα για να μην την δει το βασιλόπουλο. Τότε η Σταχτοπούτα άρχισε να τραγουδάει ∙ την άκουσε το βασιλόπουλο, κατέβηκε και δοκίμασε το γοβάκι και τότε το βασιλόπουλο την παντρεύτηκε! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!!!!!

 

Ο ΠΑΠΟΥΤΣΩΜΕΝΟΣ ΓΑΤΟΣ

Ήταν μια φορά και έναν καιρό τρία αδέρφια που ο πατέρας τους είχε πεθάνει.

Ο πρώτος γιος κληρονόμησε τον μύλο, ο δεύτερος ένα γαϊδουράκι και ο τρίτος έναν τεμπέλη γάτο. Μια μέρα ο μικρότερος γιος ήταν λυπημένος ∙ τότε ο γάτος του μίλησε. Αυτός παραξενεύτηκε! Ο γάτος έγδυσε το αφεντικό του και του είπε να περιμένει στη λίμνη μέχρι να περάσει η άμαξα της πριγκίπισσας.

          Όταν πέρναγε, το αγόρι έκανε πως πνιγόταν, όπως τον είχε συμβουλέψει ο γάτος. Ο γάτος φώναζε ¨βοήθεια¨, σταμάτησε η άμαξα και βοήθησαν το αγόρι. Είπαν ψέματα πως ήταν πρίγκιπας. Την άλλη μέρα το αγόρι έστειλε στο βασιλιά ένα λαγό με το γάτο. Ο βασιλιάς τότε είπε στο γάτο να ρωτήσει το αγόρι τι χάρη θέλει. Αυτός είπε πως θέλει να παντρευτεί την κόρη του.

Έτσι, αφού κατάλαβε ο βασιλιάς πως το αγόρι είχε καλές προθέσεις του έδωσε την κόρη του. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.!!!!!!!!!!!

 

 ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙΑ

 

                                                                    Η κοτούλα με τα κόκκινα αυγά


          Θα σας πω μια αληθινή ιστορία, που μου τη διηγήθηκε ο παππούς μου όταν ήμουν μικρός.

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ζούσε στο χωριό του μια γριούλα.

Ήταν πολύ - πολύ μεγάλη, ίσως εκατό χρονών, κοντή, σκυφτή, και τυλιγμένη πάντοτε στα μαύρα της ρούχα.

Όλο το χρόνο δούλευε ακούραστα στο περιβόλι της και είχε απ' όλα τα καλά.

Ζούσε σ' ένα όμορφο σπιτάκι, έχοντας συντροφιά της μια μικροσκοπική κοτούλα, μ' ένα στραβό λειρί σαν κοκοράκι.
          Αυτή η παράξενη κοτούλα δεν έκανε κανένα αβγό για έντεκα ολόκληρους μήνες, όμως όλο το μήνα πριν τη  Μεγαλοβδομάδα γεννούσε κάθε μέρα κι από ένα μικρούλι, μακρόστενο αβγουλάκι, που ήταν -ξέρετε τι;  ολοκόκκινο. Μάλιστα: ολοκόκκινο, σαν βαμμένο.

Όλοι στο χωριό παραξενεύονταν, μα κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο. Κι όταν ρωτούσαν τη γιαγιά πώς γινόταν άραγε αυτό το θαύμα, εκείνη χαμογελούσε λιγάκι πονηρά, έσκυβε το κεφάλι κι έλεγε:
"Α, μη τα ρωτάτε αυτά τα πράγματα. Γίνονται, γίνονται - ξέρω κι εγώ;"

Και μάζευε τα αβγά, τα έβραζε να σφίξουν, και τα μοίραζε στον κόσμο να τα τσουγκρίσουν μετά την Ανάσταση.

Έτσι συνέβαινε πάντα στο χωριό του παππού μου, όσο παλιά μπορούσε να Θυμηθεί.

Ώσπου, μια φοβερή χρονιά, κάποιος τρύπωσε μες στην αυλή της γιαγιάς, άρπαξε την κότα με τα κόκκινα αβγά και χάθηκε μες στη νύχτα σαν σκιά.

Ήταν οι μέρες που Θα άρχιζε να γεννάει, βλέπετε, και ο κλέφτης ήθελε τη μαγική κότα για λογαριασμό του.

Η γιαγιά έψαξε παντού να τη βρει, αλλά άδικος κόπος. Χτύπησε πόρτες, μπήκε σε ξένες αποθήκες, τρύπωσε μέσα σε θάμνους, βγήκε στην εξοχή - και πού δεν πήγε...

Πολλοί χωριανοί μάλιστα ορκίζονταν πως την είδαν να μιλάει ακόμα και με δυο γέρικες αλεπούδες, που της ορκίζονταν με τη σειρά τους πως όχι, όχι, δεν είχαν πειράξει αυτές την κότα της. Και η γιαγιά, όταν είδε κι απόειδε, αρρώστησε από τον καημό της, και ούτε να φάει ήθελε πια, ούτε να δουλέψει στο περιβόλι της, ούτε τίποτα. Και όλοι έλεγαν πως δε θα αντέξει, θα πεθάνει πριν το Πάσχα.

Κι έπειτα... α, έπειτα ο Χειμώνας ξαναήρθε απρόσκλητος, κι ας είχε μόλις φύγει για τα βουνά, και στρώθηκε πάνω από το χωριό, άσπρος, φοβερός και παγωμένος, και ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια, τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι, τα ζώα μουγκάνιζαν και βέλαζαν στους στάβλους και στα μαντριά τους, και τα δέντρα ζάρωσαν λες και φοβούνταν το τσεκούρι...

Κι έφτασε η Μεγαλοβδομάδα, και το κρυσταλλιασμένο χωριό αναρωτιόταν τι άλλο, άραγε, 8α το χτυπήσει.

Ώσπου, τη νύχτα ανάμεσα Τετάρτη και Πέμπτη -αυτή την Πέμπτη που τη λένε και Κόκκινη, ο κλέφτης, κρυφά, γύρισε ταραγμένος και μετανιωμένος την κοτούλα στο κοτέτσι της γιαγιάς, μαζί μ' ένα καλάθι αβγά: μικρούλια, μακρόστενα και ολόλευκα.

Καταλάβατε τι είχε γίνει;

Η γιαγιά άκουσε τη φασαρία, έτρεξε στην αυλή, είδε την κοτούλα κουρνιασμένη στη φωλιά της και καταχάρηκε.

Κι ως το μεσημέρι η κότα γέννησε ξανά, κι αυτή τη φορά το αβγό της ήταν κατακόκκινο και λαμπερό όπως πάντα, κι από μέσα του, από ένα τόσο μια σταλιά ραγισματάκι, ξεχύνονταν ένα σωρό μυρωδιές – αυτές που φέρνουν την Άνοιξη! είπα στον παππού μου.

Ακριβώς, απάντησε εκείνος. Την Άνοιξη. Που ήρθε πάλι στο χωριό, έστω και λίγο αργοπορημένη, λιώνοντας πέρα ως πέρα τα χιόνια που το είχαν σκεπάσει.

-Μα πώς εξηγείται, παππού; τον ρώτησα τότε.

-Α, μη τα ρωτάς αυτά τα πράγματα, μου είπε. Γίνονται, γίνονται - ξέρω κι εγώ;

 

 

Το σοκολατένιο κοκοράκι


          Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μισό κιλό σοκολάτα.

Τόσο περίσσεψε του κυρ - Γλυκοσιρόπη, του ζαχαροπλάστη, όταν τελείωσε τις σοκολατένιες πασχαλινές λιχουδιές: κούνελους, παπάκια, αβγά γεμάτα καραμέλες. Ενώ τα καμάρωνε, νάσου ένα σγουρομάλλικο παιδάκι.
-Καλημέρα, παππού! φώναξε και τον φίλησε σβουριχτά.

Του κυρ-Γλυκοσιρόπη γελούσαν και τα μουστάκια του.
-Καλώς τον! Πάνω στην ώρα! Τι θέλεις για τη Λαμπρή;

-Ένα σοκολατένιο κοκοράκι! ζήτησε ο πιτσιρίκος.

Ο παππούς στρώθηκε στη δουλειά τραγουδώντας, γιατί το εγγονάκι του τον γέμιζε χαρά. Έτσι, οι χαρούμενες νότες ζυμώθηκαν με τα υλικά. Και το κοκοράκι πέτυχε τόσο, που έμοιαζε έτοιμο να μιλήσει. ή μήπως να τραγουδήσει;

Ο μικρός το πήρε ενθουσιασμένος.

Το βράδυ, στο δωμάτιο του, την ώρα που οι άνθρωποι κοιμούνται και τα παιχνίδια ζωντανεύουν, το σοκολατένιο κοκοράκι άνοιξε τα μάτια.
-Τρι-λι-ρί-κρυ! έκανε τραγουδιστά.

-Κικιρίκου, θες να πεις, το διόρθωσε ένα κουρδιστό μαϊμουδάκι.

-Γιατί κικιρίκου; απόρησε αυτό. Εγώ τραγουδώ.

-Τα κοκόρια δεν τραγουδούν, εξήγησε το κουνιστό αλογάκι. Ξυπνούν τον κόσμο το πρωί.

-Εγώ δα τους νανούριζα να ξανακοιμηθούν! είπε το κοκοράκι.

-Δεν καταλαβαίνεις; πετάχτηκε ένα τόπι. Όλα υπάρχουμε για κάποιο σκοπό. Μ' εμάς, τα τόπια, παίζουν τα παιδιά... οι φασουλήδες τα διασκεδάζουν... τα τρενάκια ταξιδεύουν τη φαντασία τους... τα χνουδωτά αρκουδάκια τους διώχνουν τα κακά όνειρα... Κι εσείς, οι σοκολάτες, τα γλυκαίνετε.
-Όμως στη ζέστη λιώνετε, όπως εγώ, πρόσδεσε η πασχαλιάτικη λαμπάδα.

Αν σε αγκαλιάσουν ηλιαχτίδες, χάθηκες!

-Να χαθώ, έτσι και δεν προλάβω να δω τον ήλιο και δεν τραγουδήσω! πείσμωσε το κοκοράκι.

-Ξεροκέφαλο! μουρμούρισε μια καραμούζα. Κι εμείς αγαπάμε το τραγούδι, αλλά δεν κάνουμε έτσι!

-Μην τους ακούς, ψιθύρισε ένα στρατιωτάκι. Κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου. Θυμήσου όμως πως εμείς ζωντανεύουμε μόνο τη νύχτα. Αν σε βρει έξω η μέρα, δε 8α μπορείς να γυρίσεις. Κάνε γρήγορα λοιπόν, όσο πιο γρήγορα μπορείς!

Ο κοκορίκος πήδησε από το μισάνοιχτο παράθυρο στον κήπο.
Το δροσερό χορτάρι και τα γιασεμιά μοσχοβολούσαν. Ο ουρανός έλαμπε, φορτωμένος αστέρια, και το φεγγαρόφωτο έλουζε τα δέντρα, τους Θάμνους... και μια παράξενη σκιά που προχωρούσε κλεφτά.

-Ποιος είσαι; ρώτησε αλαφιασμένο το κοκοράκι.

Πλησιάζει και βλέπει ένα πετεινό με μια βαλίτσα.

-Είμαι ο κόκορας του σπιτιού, συστήθηκε αυτός.

-Χαίρω πολύ, είπε το κοκοράκι.

-Μη χαίρεσαι τόσο. Δε θα με ξαναδείς!

-Γιατί;

-Γιατί φεύγω! Βαρέθηκα να ξυπνάω χαράματα αυτούς τους αχάριστους, κι αντί για ευχαριστώ, να ακούω "Σσστ!" ή να τρώω παντόφλες κατακεφαλα. Δεν τους αρέσει, λέει, που είμαι βραχνός. Μήπως εμένα μ' αρέσει εδώ; Γι' αυτό θα βρω αλλού την τύχη μου. Πάντα ονειρευόμουν άλλωστε να γυρίσω τον κόσμο!

-Στάσου! ξεροκατάπιε το κοκοράκι. Πώς θα ξυπνούν οι άνθρωποι;

-Με ξυπνητήρι! απάντησε θυμωμένος αυτός. Τι με νοιάζει;

Και τινάζοντας την ουρά, δρασκέλισε την αυλόπορτα κι έφυγε.
Σε λίγο, χάραζε. Τα ζώα ήθελαν τάισμα, τα φυτά πότισμα, το σπίτι συγύρισμα. Έπρεπε να ζυμωθούν τσουρέκια, να βαφτούν τα αβγά. Ποιος θα ξυπνούσε τον κόσμο;

"Εγώ", σκέφτηκε το κοκοράκι. Σκαρφάλωσε λοιπόν στο φράχτη και, μόλις χρύσισε η αυγούλα, άρχισε να τραγουδά.

Τι τραγούδι ήταν αυτό! Ακόμα κι ο άνεμος σώπασε για να το ακούσει. Μαγεύτηκαν και οι νεράιδες της νύχτας, που μάζευαν βιαστικά τα πέπλα τους. Πόσο μελωδικά τραγουδούσε! Και πόσο γενναίο ήταν που δε φοβόταν μη λιώσει!

Φεύγοντας, η μικρότερη νεράϊδα τού πέταξε ένα νυχτολούλουδο από το στεφάνι της, μαζί μ' ένα φιλί. Μια παράξενη ζεστασιά τύλιξε το κοκοράκι. Ο ήλιος έβγαινε... Θα το έλιωνε... Άνοιξε τα μάτια να δει ολόγυρα τελευταία φορά, μα... τι θαύμα έγινε; Δεν ήταν πια σοκολατένιο. Είχε αληθινό φτέρωμα... ράμφος... λοφίο! Τρισευτυχισμένο, συνέχισε να τραγουδά. Γιατί, η ευτυχία είναι πιο γλυκιά όταν τη χαρίζεις και στους άλλους.

Οι άνθρωποι ξύπνησαν χαμογελαστοί και καλοδιάθετοι, κι έτσι ξυπνούν πάντα από τότε. Κι αν κάποια μέρα τύχει να περάσετε από εκεί, μην απορήσετε που το μικρό αυτό πετεινάρι λαλεί τόσο γλυκά. Στο κάτω - κάτω, κάποτε ήταν καμωμένο από σοκολάτα!

 

 




 

 

 

Κεντρική σελίδα | Φωτογραφίες μαθητών | Παραμύθια | Ασκήσεις