Κάτω στο μαύρον ποταμό καμάρα
θεμελιώνουν,
καμάρα θε να χτίσουνε μην
πνίγουντ’ οι διαβάτες.
Κι έναν πουλάκι κελαηδεί,
φωνιάζει, Δε σωπαίνει:
«Επά καμάρα μη σταθεί, καμάρα
μη στεριώσει,
5 όξω να χτίσουν άθρωπο στον
πόδα τση καμάρας.
Μήτε στραβό μήτε κουτσό μήτε
και δρομολάτη,
παρά του πρωτομάστορα την
όμορφη γυναίκα».
«Άκουσε, πρωτομάστορα, τι το
πουλί σου λέει».
Παίρνει τον παραπόνεση στο σπίτι
του και πάει,
10 ρωτά τον η γυναίκα του, η γι
όμορφη σγουρήν του:
«Είντά χεις, πρωτομάστορα, και
κάθεσαι και κλαίεις;».
«Το δαχτυλίδι μου ‘πεσε στον
πόδα τση καμάρας».
«Σώπασε, πρωτομάστορα, μα ‘γω
θα σου το βγάλω».
Βάνει αρχή στολίζεται απ’ το ταχύ
ως το βράδυ
15 κι απού το βράδ’ ως το ταχύ,
ως τ’ άλλο μεσημέρι.
Βάνει τον ήλιο κούτελο και το
φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει
καμαροφρύδι,
την άμμο την αμέτρητη βάνει
μαργαριτάρια,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τσικίνια
στον λεμόν τση.
20 Και παίρνουν την οι βάγιες τση
κι εις την καμάρα φτάνει.
«Καλώς τα κάνετ’
, άρχοντες, και εσείς ούλ’ οι μαστόροι».
«Καλώς τηνε τη ρήγισσα, την
πενταπλουμισμένη».
Και ψηλαναμπουκώνεται, μπαίνει
εις την καμάρα.
Ο γείς τση χτύπα με πηλό κι άλλος
με το χαλίκι,
25 κι ο σκύλος πρωτομάστορας με
το βαρύ μυστρίν του.
«Αφήστε με να σάσε πώ δυο
λόγια η καημένη:
Τρείς αδερφάδες ήμεστα, κι οι
τρείς κακογραμμένες.
Η μιά επήγε από σπαθί κι η γι
άλλη από πηγάδι,
κι εγώ το κακορίζικο στόν πόδα
τση καμάρας.
30 Πάρε συ, πέρδικα, πλουμί,
κι εσύ, αηδόνι, διώμα,
κι εσύ το ξενικόσταρο πάρε τα
τά μαλλιά μου
νά μήν τά πάρει θηλυκό κι έχει τα
βάσανά μου».