6/θ Δημ. Σχολείο Βρυσών Αποκορώνου Χανίων Οι Βρύσες στη δεκαετία του ‘20
 
Κεντρική σελίδα
Αξιοθέατα
Εκδηλώσεις
Ιστορικά στοιχεία

 

 

 

 

  Από το περιοδικό "ΒΡΥΣΕΣ" Δεκ. '89 τεύχος 13

Αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης και οργάνωσης του χωριού μας όπως έρχονται στο νου του μπάρμπα ΑΝΤΩΝΗ ΞΕΝΑΚΗ

Οι κακουχίες του πολέμου έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο γερασμένο κορμί του. Οκτώ χρόνια αγώνες για τη λευτεριά και το τίμημα... ένα μεγάλο ποσοστό αναπηρίας. Όμως η μετριοφροσύνη κι παλικαριά δεν του επιτρέπουν αναφορές σε προσωπικά ανδραγαθήματα. Έτσι περιορίσθηκε στις παιδικές αναμνήσεις που «φυλά» ζωντανές στη θύμηση του από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του χωριού.
Οι Βρύσες στη δεκαετία του 20. Με ξεχωριστή γλαφυρότητα ο πάπος Αντώνης Ξενάκης αναφέρεται στους πρώτους δάσκαλους που δίδαξαν στο χωριό, στους έμπορους της περιοχής (σουστατζήδες) αλλά και σε κάποια δυσάρεστα γεγονότα που σημάδεψαν τα πρώτα χρόνια ζωής του χωριού μας.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Ένα δωμάτιο του σπιτιού του Μανούσου Κουναλάκη ήταν η αίθουσα διδασκαλίας του πρώτου σχολειού των Βρυσών. Η αίθουσα αυτή (και το σπίτι του Κουναλάκη) βρισκόταν στο πίσω μέρος της κατοικίας του Σταύρου Οικονομάκη του Πέτρου.
Η δασκάλα που πρωτοδίδαξε σ’ αυτό το σχολείο ήταν η Αφροδίτη Γαλανάκη από το χωριό Ξηροστέρνι.
Στα 1925 διορίσθηκε ο δεύτερος δάσκαλος που ήταν ο Γιώργος Χατζησταυράκης από το Βαφέ. Τότες δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Καβάλαγε, που λες, ο δάσκαλος τη φοράδα και το πρωί-πρωί έφθανε στο σχολείο. Αργά το απόγευμα ακολουθούσε το δρόμο της επιστροφής. Ο Χατζησταυράκης ήταν καλός και πειθαρχημένος δάσκαλος και δίδαξε στις Βρύσες μέχρι το 1928.
Απέναντι από το Σχολείο ήταν το κατάστημα του Μιχάλη του Αγγελή, από τους καλύτερους εμπόρους της περιοχής. Στα διαλείμματα θυμάμαι παίζαμε ξυπόλητοι — τότε δεν φορούσαμε παπούτσια — στην αποθήκη του Αγγελή του Μιχάλη, η οποία ήταν γεμάτη με πυρήνα (ελαιοπυρήνες). Εκεί ήταν και ο μοναδικός φούρνος του χωριού μας, ο φούρναρης ονομαζόταν Αδάμης και είχε χιούμορ αλλά και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα.
Το Χατζησταυράκη διαδέχτηκε, ο Κανάκης Γεωργουλάκης από το Βάμο και εκείνη την περίοδο το σχολείο μεταφέρθηκε εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Βέβαια τότε υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο (γραφείο του δασκάλου) και μια μεγάλη αίθουσα διδασκαλίας. Η εκκλησία τότε ήταν μια ξύλινη παράγκα και ευρισκόταν δεξιότερα της σημερινής θέσης και για καμπάνα είχαμε ένα πεταλοειδές σήμαντρο κρεμασμένο στην ελιά.
Σημαντικό γεγονός της εποχής εκείνης ήταν η αγάπη και η βοήθεια στην εκκλησία.
Οι περισσότεροι λέγαμε τα κάλαντα, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και μαζεύαμε λάδι μέσα σ’ ένα ασκί και άλλα δοσίματα με στόχο να εξοικονομήσουμε χρήματα για την ανέγερση της σημερινής εκκλησίας.

ΟΙ ΣΟΥΣΤΑΤΖΗΔΕΣ
 Τώρα χρησιμοποιούνται μόνο από μερικούς ρομαντικούς ενώ εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητες για την επιβίωση.
Το χωριό μας, από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του, άρχισε να αναπτύσσει μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Εκείνο τον καιρό το εμπόριο γινόταν με σούστες. Οι πρώτοι σουστατζήδες-έμποροι του χωριού μας ήταν: Μαριδάκης Στέλιος, Ξενάκης Μανούσος, Ζακυνθινάκης Νίκος, Σοφούλης Μανώλης, Κουτσουπάκης Κώστας, Γιαούρτης Βασίλης, Σταθουλάκης Σταύρος, Αγγελάκης Μιχάλης, Αγγελάκης Χρήστος, Κουρομιχελάκης και ίσως και μερικοί άλλοι.
Αυτοί είχαν και μαγαζιά, ήταν τα γνωστά Χάνια (δηλ. σταθμοί-στέκια για τους περαστικούς) τα οποία πρόσφεραν φαγητό, ποτό και μερικές φορές και ύπνο.
Το δρομολόγιο των σουστατζήδων ήταν Βρύσες-Χανιά και αντίστροφα. Αναχωρούσαν στις 8.30 το βράδυ από το χωριό με φορτωμένες τις σούστες με κάρβουνα, πυρήνες και αγροτικά προϊόντα, τις περισσότερες φορές είχαν και επιβάτες και την επόμενη το πρωί (5.30 π.μ.) έφθαναν στα Χανιά, πωλούσαν ή αντάλλασσαν το εμπόρευμα κει επέστρεφαν. Πολλές είναι οι ιστορίες γύρω από τους σουστατζήδες, καθώς η κούραση από το ταξίδι έφερε και τον ύπνο και το άλογο να συνεχίζει μόνο του. Είναι γεγονός ότι ένας χωριανός μας, έπεσε στο Κοιλιάρη ποταμό μαζί με το άλογο και τη σούστα.
Στην συμβολή των δύο ποταμών υπήρχε ο πρώτος αλευρόμυλος του χωριού μας, ο οποίος προμηθευόταν νερό με αυλάκι που ξεκινούσε πίσω από την σημερινή οικία του Νίκου Κασαπάκη.

ΔΥΣΑΡΕΣΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Η κουβέντα κυλώντας, φθάνει και στα δυσάρεστα γεγονότα που αναστάτωσαν την μικρή κοινωνία του χωριού μας.
Ο Μπάρμπα-Αντώνης φέρνοντας στη μνήμη του τις τραγικές εκείνες στιγμές ενθυμάται τον Σταύρο Πολέντα, αδελφό του Ανδρέα που σκότωσαν αργότερα οι Γερμανοί, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο Βάμου, να υπηρετεί σαν Ανθυπολοχαγός στο Πυροβολικό Κρήτης (είχε έδρα το σημερινό Ναύσταθμο).
Η οικογένεια Πολέντα είχε έλθει από τα Σφακιά και κατοικούσαν εκεί που είναι σήμερα το άγαλμα του Ανδρέα Πολέντα, οικία και μαγαζί συγχρόνως στην πρόσοψη του δρόμου. Στο πίσω μέρος ήταν ένα σπιτάκι (υπάρχει και σήμερα) που χρησιμοποιείτο για κουζίνα και εκεί ήταν γραπτό να γίνει το δυσάρεστο γεγονός, ένα κυριακάτικο πρωινό του Αυγούστου, όταν είχε πάρει άδεια ο Σταύρος από τη μονάδα που υπηρετούσε.
Εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην οικία τους και ένα μικρό παιδί, περίπου 10 ετών, από τους συγγενείς του στα Σφακιά και κοιμήθηκε με τον Σταύρο στο σπιτάκι που αναφέραμε παραπάνω.
Ήταν Κυριακή πρωί και ενώ όλοι οι Χωριανοί ήταν στην εκκλησία και υπήρχε απόλυτη ησυχία στο κέντρο του χωριού, ακούστηκε ένας πυροβολισμός και το δυσάρεστο είχε συμβεί.
Ο Σταύρος είχε έλθει με το υπηρεσιακό του πιστόλι και το βράδυ που έπεσε για ύπνο το άφησε πάνω στο τραπέζι, το πρωί ξύπνησε πρώτα το μικρό παιδί και καθώς είδε το όπλο, το έβγαλε από τη θήκη, το πήρε στα χέρια του και το έτεινε στο Σταύρο λέγοντας του. «Θα σε σκοτώσω».
Αυτός καθώς ήξερε ότι το όπλο ήταν γεμάτο, σηκώθηκε πλησιάζοντας προς το παιδί. Όμως τότε το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα καρφώθηκε στην καρδιά του λεβέντη Ανθυπολοχαγού και ο θάνατος ακαριαίος.
Στην κηδεία του είχε έλθει και άγημα από το Στρατό. Η μητέρα του δεν έπαυσε ποτέ να τον θρηνεί αυτόν και τον άλλο της γιο τον Ανδρέα, που σκότωσαν οι Γερμανοί.

Δεύτερο, εξίσου, τραγικό είναι και το γεγονός το οποίο συνέβη τον Ιούλιο του 1926. Τότε είχε έλθει από την Αμερική ο Νικήτας Βαλυράκης, ο οποίος έχτισε διώροφο οικία (είναι η σημερινή οικία του Μιχάλη Τσινταράκη). Αυτός είχε κάνει μια κουμπαριά στα Σφακιά και ο κουμπάρος του είχε καμίνι και κατασκεύαζε κάρβουνα και ζήτησε από τον Νικήτα ένα πεντακοσάρικο δανεικό, με την προϋπόθεση να πουλήσει τα κάρβουνα στο κουμπάρο του. Αλλά αυτός τα πούλησε σε κάποιον άλλο χωρίς να του επιστρέψει το δανεικό πεντακοσάρικο, παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα του το είχε ζητήσει. Όταν μια μέρα τον συνάντησε ο Νικήτας τυχαία στα Χανιά, έξω από την Αγορά τον ρώτησε: «Ως πότε θα με κοροϊδεύεις»; Τότε ο Σφακιανός κουμπάρος τράβηξε το όπλο που κρατούσε και τον σκότωσε.
Ενταφιάστηκε στο Φιλίππο με μεγάλη οδύνη και πάνω στον τάφο του υπήρξε η επιγραφή που έλεγε:
«Ενθάδε κείται Νικήτας Βαλυράκης».
Δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα και δεύτερη συμφορά βρήκε την ίδια οικογένεια.
Τότε η Κοινότητα κατασκεύαζε μια δεξαμενή στο Φιλίππο στην περιοχή «ΠΡΙΝΤΗΣ» για να συλλέγει πόσιμο νερό, αλλά και νερό για άρδευση. Κάθε οικογένεια υποχρεούτο τότε να κάνει 2 ή 3 μεροκάματα στα κοινοτικά έργα.
Τότε, καθώς θυμάμαι, δούλευα κι εγώ και πολλοί άλλοι σκάβοντας τα θεμέλια της δεξαμενής. Όταν ήλθε η ώρα για μεσημεριανό όλοι απομακρύνθηκαν για φαγητό και εκεί έμεινα εγώ και ο Κώστας Βαλυράκης. Τότε είμαστε περίπου 17 χρονών και καθώς ετοιμαζόμεθα να φύγουμε είδαμε ένα χέλι μέσα στα λασπόνερα των θεμελίων, τα οποία ήταν 50 πόντους βάθος.
Ο Κώστας πήδηξε μέσα και προσπαθούσε να πιάσει το χέλι.
Τότε συμβαίνει το κακό. Αποκολλάται μεγάλη πέτρα από ύψος 2 μέτρων και πλακώνει το Κώστα.
Εγώ βάζω τις φωνές και επιστρέφουν όλοι τρέχοντας. Μετακινούν την πέτρα αλλά ο Κώστας ήταν νεκρός.
Στην κηδεία του ήλθαν, όλοι οι συμμαθητές και καθηγητές του από το Γυμνάσιο Βάμου με στεφάνια.
Πρέπει να σας πω, ότι ο Νικήτας, στο προηγούμενο συμβάν και ο Κώστας ήταν αδέλφια.
 

 

 

Κεντρική σελίδα | Αξιοθέατα | Εκδηλώσεις | Ιστορικά στοιχεία

Τελευταία ενημέρωση της τοποθεσίας 29/05/08