Γρηγορίας Μαλεφάκη-
Αποστολάκη Συμβολαιογράφου Χανίων.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΒΡΥΣΕΣ" Ιούλ. ’82 φ.1
Το να ξεκινάς να γράψεις το
χρονικό του χωριού σου, δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να 'σαι
αντικειμενικός, μα δεν σου ταιριάζει κιόλας το συνηθισμένο λεκτικό, όταν με
μιας αρχίζει ο χορός των πέντε αισθήσεων σου κι' όταν η μνήμη σου αποκτά μια
δύναμη πρωτόγνωρη ανάπλευσης του ποταμού του χρόνου προς την πηγή του και
αναμνήσεις σε τριγυρίζουν με χίλιες μορφές. Το σπίτι σου, τα παιδικά σου
χρόνια και παιγνίδια, τα πρόσωπα π' αγάπησες, μνήμες προσώπων που έχασες,
όλα μέσα στη λέξη «το χωριό μου» που κρατά είτε το θες, είτε όχι, ένα γερό
μετερίζι της ψυχής σου. Και πρέπει όλα αυτά να τα βάλεις σε μια άκρη της
καρδιάς σου και ξερά ξερά να δεις το χωριό σου σαν οποιοδήποτε χώρο για να
γράψεις το χρονικό του. Βρύσες Αποκορώνου λοιπόν! Βρίσκονται στο 33 χλμ. από
τα Χανιά προς το Ρέθυμνο, στην παλαιά κεντρική αρτηρία που ενώνει τις δυο
πόλεις και στο κέντρο της ομώνυμης κοιλάδας, απ' όπου πήραν τ' όνομα τους
στις όχθες του βρυσιανού ποταμού και του ποταμού Μπούτακα που κατεβαίνει από
τα χωριά Εμπρόσνερο και Βαφέ. Είναι χτισμένες σε καλή τοποθεσία με άφθονα
νερά και γόνιμο έδαφος και πολύ πράσινο, στοιχεία που συντελούν στο να 'ναι
οι Βρύσες από τα πιο όμορφα χωριά του Αποκόρώνα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το χωριό μας έχει περίπου 620 κατοίκους και χαμηλό υψόμετρο, 70 μέτρα. Είναι
κοινότητα με μεγάλη κτηματική περιφέρεια, που απ' ότι γράφουν τα παλιά
συμβόλαια περιλαμβάνει τους οικισμούς «Γετίμ Μετόχι», «Φίλιππος» «Βασιλιανών
Μετόχι» και «Πετρούληδες» με συνολικό πληθυσμό 850 περίπου κατοίκους. Από
τις Βρύσες, αρχίζει ο δρόμος προς Ασκύφου - Σφακιά, Εμπρόσνερο, Αλίκαμπο,
άλλος δρόμος προς Βαφέ και άλλος προς Καλαμίτσι. Από πλευράς ιστορικής, οι
Βρύσες, δεν έχουν παρελθόν και τούτο γιατί το χωριό είναι καινούργιο,
θεμελιωμένο στις αρχές του αιώνα μας και αναπτυγμένο αργότερα. Δεν
αναφέρεται καθόλου στο βενετσιάνικο κατάλογο χωριών, ούτε στην απογραφή
πληθυσμού πού 'γινε το 1834, ούτε και στη μεταγενέστερη της του 1881. Δεν το
αναφέρει, ούτε ο Νουχάκης το 1903, ούτε ο Καλομενόπουλος αν και αναφέρει
«Κοιλάδα Βρυσών» στον κατάλογο του, των χωριών.
ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Στον τόπο που σήμερα είναι κτισμένες οι Βρύσες, είχε στρατοπεδεύσει το 1866
ο Αιγύπτιος Σαχίν πασάς με 5.000 αιγυπτιακό στρατό και κει πολιορκήθηκε το
μήνα Αύγουστο του ίδιου χρόνου από τους επαναστάτες που ξεκίνησαν από τ'
Ασκύφου. Οι πολιορκημένοι ενισχύθηκαν από 2000 άτακτους, σταλμένους από τους
Τούρκους, με επικεφαλής τον φοβερό Χασάν Μπάντρη, του οποίου ο στρατός
διαλύθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε, και για πρώτη φορά τούρκος πασσάς, στην
Κρήτη, αναγκάστηκε να ζητήσει συνθηκολόγηση και να υποχωρήσει και τούτος.
Ήταν ο Σαχίν πασάς που με τρόμο υποχώρησε στις Καλύβες, αφήνοντας πίσω του
τις αποσκευές και το πολεμικό υλικό του. Πολύ αργότερα μετά την κατάληψη της
Κρήτης από τους Γερμανούς κι όταν η μεγάλη ματωμένη γραμμή του σκοτωμού του
πόνου και των ομαδικών εκτελέσεων, την είχε καλύψει απ' άκρη σε άκρη,
άρχισαν οι κάτοικοι των Βρυσών να γράφουν την δική τους ιστορία. Η πρώτη
πολεμική οργάνωση που συστήθηκε στην Κρήτη 10 μέρες μετά την κατάλυψη της
από τους Γερμανούς, γνωστή με τ' όνομα «ΑΕΑΚ» Ανώτατη Επιτροπή Αγώνα
Κρήτης, είχε ιδρυτικό μέλος της τον Βρυσιανό Αντρέα Πολέντα
μετέπειτα γεν. γραμματέα της και Έπαρχο Αποκόρωνα και Σφακίων και με
μυημένους τουλάχιστον 30 Βρυσιανούς σαν μέλη της οργάνωσης. Είχαν πλούσια
αντιστασιακή δράση, ιδιαίτερα στον τομέα αποστολής στο Κάϊρο, πληροφοριών
κίνησης αεροπλάνων και νηοπομπών και περίθαλψης Εγγλέζων. Κι' έτσι το βιβλίο
του χρέους και της τιμής έχει τις βρυσιανές σελίδες του και μάλιστα
γραμμένες με αίμα του Ανδρέα Πολέντα και Μανούσου Μεγαλακάκη οι οποίοι
σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς και με τις πράξεις πολλών ακόμη Βρυσιανών που
ζουν σήμερα, που βασανίστηκαν και με κάθε τρόπο πολέμησαν τον κατακτητή και
που επέζησαν από τύχη όπως ο Ευθύμιος Πιπεράκης, Μιχαήλ Ξανθός, Δημήτριος
Κασαπάκης, Αλεξάνδρα Χριστοδουλάκη, Δημήτρης Αποστολάκης, Μιλτιάδης
Μεταξωτός, Γεώργιος Κουναλάκης, Ιωάννης Σταθουδάκης.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ
Από αρχαιολογικής πλευράς το μόνο αξιόλογο μνημείο των Βρυσών είναι η
Ελληνική Καμάρα, μονότοξη, Ελληνορωμαϊκή γέφυρα με ογκόλιθους χωρίς λάσπη
ανατολικά του χωριού προς Ρέθυμνο δίπλα στο σημερινό ξωκλήσι τ' Αι- Γιώργη
που ζέφνει το βρυσιανό ποταμό. Σώζονται, δεξιά κι αριστερά, τα δυο βάθρα του
τόξου. Το πάνω μέρος της, το πήρε ο ποταμός και ξαναχτίστηκε με το παλιό
υλικό, λάσπη και άμμο του ποταμού και ασβέστη. Σαφώς νεώτερος, χωρίς
αρχαιολογικής σημασίας η καμάρα του κέντρου των Βρυσών, που έζωνε τον
Μπούτακα με τρία τόξα και καμάρα προς την εκκλησία του χωριού, που ένωνε τον
παραπόταμο «Πηγή» μονότοξη, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί με τσιμεντένιες.
Σχέδιο πολεοδομικό και ενιαίο αρχιτεκτονικό, οι Βρύσες δεν έχουν. Χτίστηκαν
χωρίς σχέδιο, με γνώμονα τις ανάγκες των κατοίκων δεξιά κι αριστερά της
παλιάς εθνικής οδού Βρυσών-Χανίων, Βρυσών - Ρεθύμνου σε μήκος 2,5 χλμ.
περίπου, Βρυσών - Βαφέ σε μήκος 500 μέτρα.
ΠΡΩΤΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι οικογένειες Μπουζή, Πωλόγιωργη, Ντουκάκη,
Τσινταράκη, Κασσα-πάκη, Πιπεράκη, Ντερμανάκη, Σταθουδάκη, Αγγελάκη και
Κακατσάκη, κατεβασμένες από τα γύρω χωριά. Τα σπίτια τους ήταν από τα πρώτα
το διάστημα 1910-1920. Ο Δέφνερ στις οδοιπορικές του εντυπώσεις του 1918,
αναφέρει τις Βρύσες σαν ένα οικισμό μικρό με πολλά μαγαζιά και προβλέπει
λόγω της θέσης τους, μεγάλη ανάπτυξη του χωριού. Στα επόμενα 10 χρόνια το
χωριό κατοικήθηκε κι αναπτύχθηκε από εμπορικής πλευράς, σε τέτοιο σημείο που
ν' αποτελεί το κέντρο των γύρω χωριών και φως Επαρχίας Σφακίων. Οι κάτοικοι
του ασχολήθηκαν με εμπόριο, γεωργία και κτηνοτροφία και με τα γράμματα στα
οποία διακρίθηκαν παρά τις δυσκολίες της εποχής. Πάρα πολλά μαγαζιά άνθισαν
λόγω της θέσης του, (συγκοινωνιακός κόμβος), για να πάρει την τελική μορφή
του γύρω στο 1940 και να ξαναβρεί το σφυγμό του μετά την απελευθέρωση. Τα
πολλά οικόπεδα, απ' όσα τουλάχιστον αναφέρουν τα παλιά συμβόλαια, είχαν οι
Κιαγιαδάκηδες, Μπουζήδες και Κουϊνάκηδες.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ
Οι κατασκευές των σπιτιών δεν παρουσιάζουν ξεχωριστό αρχιτεκτονικό
ενδιαφέρον και είναι ισόγεια με τους τυπικούς χώρους, για τη ζωή της
οικογενείας ή διάφορα λιθόκτιστα με κεραμίδια οπότε κατά κανόνα το ισόγειο
χρησιμοποιείται για κατάστημα και τα μεταγενέστερα από σκυρόδεμα στην ίδια
μορφή. Με κοινό χαρακτηριστικό τους και τούτο είναι το περίεργο, γιατί
λείπει το σχέδιο την ομοιομορφία και τα πολλά λουλούδια. Από παλιά υπήρχε
σχολείο, σταθμός και ταχυδρομείο, εκκλησία και ένα νεκροταφείο. Σήμερα
υπάρχει αστυνομικό τμήμα, σχολείο Δημοτικό, Γυμνάσιο, Ταχυδρομείο, κοινοτικό
γραφείο δυο νεκροταφεία, ξενοδοχείο, δυο μεγάλες πλατείες, ωραίο μνημείο της
μεταπολιτευτικής επιτροπής, αρκετές προτομές.
Η ανάπτυξη του χωριού στηρίχθηκε αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των κατοίκων
του και στην αγάπη τους για το χωριό χωρίς κρατική μέριμνα. Είναι ανάγκη
σήμερα λόγω των μεγάλων προοπτικών που παρουσιάζει το χωριό και λόγω της
μεγάλης τουριστικής και εμπορικής ανάπτυξης του με κρατική μέριμνα μαζί με
το ενδιαφέρον των κατοίκων του να ιδρυθούν βιβλιοθήκη, Τράπεζα, Γυμναστήριο
άθλησης των νέων, πρότυπη υγειονομική μονάδα, να γίνουν κτίριο: γυμνασίου,
αποπεράτωση της εκκλησίας και του νεκροταφείου, να λυθεί το θέμα της
ύδρευσης και άρδευσης και να δημιουργηθεί ένα πολιτιστικό κέντρο για όλους
τους κατοίκους και ιδίως για τους νέους του χωριού, μια και για τούτο το
προγονικό χωριό χτυπά η καρδιά όλων μας.